κοντούμαξ

κοντούμαξ
κοντούμαξ, -ακος, ὁ (Μ)
αυτός που έχει επανειλημμένως κληθεί στο δικαστήριο και δεν έχει παρουσιαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. contumax].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”